- προβαλάνειον
- τὸ, Αχώρος κατάλληλος για την προετοιμασία τού κυρίως λουτρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βαλανεῖον «λουτρό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβαλανείῳ — προβαλάνειον ante room before the bath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)